Φιντείας

Κομίζω γλαύκα εις Αθήνας... Carry coals to Newcastle...

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Thessaloniki, Greece

Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2011

Παλληκαρισμός και σύνεση




Το 1453 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων μετά 54 ημέρες πολιορκίας. Λίγο πριν από την τελική μεγάλη επίθεση, ο τότε σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' σε μήνυμά του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο ζήτησε την παράδοση της πόλης. Η απάντηση του αυτοκράτορα έμεινε στην ιστορία και σήμερα βρίσκεται σε μεγάλη επιγραφή στο πολεμικό μουσείο Αθηνών.

«Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

που θα πει:
"το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι δικό μου θέμα ούτε άλλου από τους κατοίκους της. Όλοι με μια θέληση θα πεθάνουμε και δεν θα φοβηθούμε για τη ζωή μας."

Δεν είναι η μόνη γενναία ρήση στην ιστορία μας. Πολλές τέτοιες έχουν ειπωθεί και πολλές γενναίες πράξεις τις συνόδευσαν. Αν όμως δούμε με λεπτομέρειες όλα τα γεγονότα που συνέβησαν εκατέρωθεν της γενναίας πράξης, τότε θα διαπιστώσουμε ότι κάποιες φορές αν είχαμε τη σύνεση δεν θα χρειαζόμασταν τόση γενναιότητα και τόσο αίμα.
Ένας από τους χρονικογράφους της αλώσεως, ο Μιχαήλ Δούκας κατακρίνει τη "μωρά των ρωμαίων συναγωγή" για πράξεις που στράφηκαν εναντίον του κοινού συμφέροντος και κατόπιν ο παλληκαρισμός ήρθε να καλύψει την έλλειψη σύνεσης. Στην εποχή που αναφερόμαστε κάποιος Ούγγρος μηχανικός, ονόματι Ουρβανός, είχε κατασκευάσει ένα εξαιρετικά προηγμένο για την εποχή οπλικό σύστημα, που ήταν ένα μεγάλο κανόνι και αρχικά θέλησε να το πουλήσει στους χριστιανούς.
Ασύνετα παζάρια ακολούθησαν.
Γράφει ο χρονικογράφος:
"Ο δε βασιλεύς γράψας αυτώ σιτηρέσιον ουκ άξιον προς την επιστήμην αυτού, ουδ' εκείνο το μηδαμινόν και ευαρίθμητον εδιδόσαν τω τεχνίτη. Όθεν και απογνούς,καταλιπών την Πόλιν μια των ημερών τρέχει προς τον βάρβαρον. Και αυτός ασπασίως αποδεξάμενος και τροφάς και ενδύματα φιλοτιμήσας αυτόν, δίδωσι και ρόγαν τόσην, όσην ει ο βασιλεύς το τέταρτον έδιδεν, ουκ αν απδεδίδρασκε της Κωνσταντινουπόλεως".
που θα πει:
"Ο βασιλιάς του καθόρισε μισθό κατώτερο της τέχνης τους, όμως ούτε αυτόν τον ταπεινό και λιγοστό δεν έδωσαν στον τεχνίτη. Γι' αυτό κι εκείνος απελπίστηκε και μία των ημερών εγκατέλειψε την Πόλη και τρέχει προς το βάρβαρο. Κι αυτός τον υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα και τον φιλοδώρησε με τροφές και ενδύματα και του έδωσε τόσο μισθό που το ένα τέταρτο αν του χορηγούσε ο αυτοκράτορας, δεν θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη."

Δηλαδή παζάρια για το χρυσάφι. Όταν τα διάβαζα, σκέφτηκα ότι ποτέ το χρυσάφι δεν χύθηκε για το αίμα, αλλά πάντα το αίμα για το χρυσάφι.

Οι παλληκαρισμοί μάς χαρακτήριζαν κυρίως, παρά η σύνεση.

Βλέποντας το παρόν διαπιστώνω ότι χάσαμε κι αυτούς. Έχω την εντύπωση ότι μας χαρακτηρίζει ο ετεροχρονισμός.
Νομίζω ότι σήμερα η γενναιότητα ή έστω ο παλληκαρισμός ίσως θα εμπεριείχε κάποια ελπίδα. Αλλά δεν υπάρχει.
Υπάρχουν σήμερα απόψεις οικονομολόγων που λένε ότι αν χρεοκοπήσει η Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση η ευρωπαϊκή οικονομία θα δεχθεί μεγάλο πλήγμα, αν όχι χειρότερες συνέπειες.

Αν υπήρχε μια σθεναρή (και ριψοκίνδυνη ασφαλώς) πολιτική από ηγέτες που δεν φοβούνται το πολιτικό κόστος κι από έναν λαό πρόθυμο να μην υποταχθεί στον φόβο, τότε ίσως η κόψη του ξυραφιού στην οποία βρισκόμαστε να είχε καλύτερη έκβαση για μας.
Κοντολογίς, διεκδίκηση ευνοϊκότερων μέτρων, διαφορετικά είμαστε έτοιμοι να χρεοκοπήσουμε.
Αν όμως εμείς αντικρύσουμε κατάματα τον οικονομικό θάνατο, εσείς θα υποστείτε βαρύ τραυματισμό στην καλύτερη περίπτωση.
Ού φεισόμεθα, όπως είπε ο τελευταίος αυτοκράτορας.
Δυστυχώς όμως παζαρεύουμε εκλιπαρώντας.
Όχι επειδή ήρθε ο ορθολογισμός να μας φωτίσει, αλλά επειδή...φεισόμεθα.
Είμαστε μάλλον ετεροχρονισμένα ψευδοορθολογιστές.
Φεισόμεθα των πάντων, πλην του εξευτελισμού.

Τρίτη, Ιουνίου 28, 2011

Η δικαίωση του κακού

Πολλές φορές συνάντησα γεγονότα, στα οποία η ζωή επιβεβαιώνει τον κακοπροαίρετο.
Σκέφτομαι έναν άνθρωπο που συμπληρώνει ένα δελτίο ΠΡΟΠΟ και σημειώνει σε όλα τα παιχνίδια "Χ". Κάποιες ισοπαλίες θα έλθουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός που το συμπλήρωσε είναι καλός στην πρόγνωση.
Όμως βλέπω ότι η ζωή όλο και περισσότερο δικαιώνει τους κακώς προκατειλημμένους.
Η μεγάλη παγίδα για όλους μας βρίσκεται στην περίπτωση που το ψεύδος που μας ξεγελά είναι αυτό που θα θέλαμε να συμβεί.
Το ωραίο, το αγνό, το ρομαντικό όλο και περισσότερο σπανίζουν.
Έτσι ο κάθε ολιγόμυαλος ολοένα και δικαιώνεται, αρκεί να είναι κακόβουλος.
Ένας τέτοιος άνθρωπος θα έπρεπε να σκεφθεί ότι η δικαίωση της κακής του πρόγνωσης βασίζεται στο ότι συνεχώς περισσεύουν αυτοί που του μοιάζουν.
Αυτό μου προκαλεί απέχθεια.

Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2011

Ερωτήσεις για..."κουτούς"



Στον αδρό έλεγχο των γνωστικών λειτουργιών γίνονται απλές ερωτήσεις στον άνθρωπο που εξετάζεται για τη διάκριση απλών εννοιών.
"Σε τι διαφέρει ένα πουλί από ένα αεροπλάνο;"
Οι έχοντες έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών περιορίζονται σε απλοϊκές και μη περιεκτικές απαντήσεις του τύπου "το ένα είναι μικρό και το άλλο μεγάλο".
Ο μέσος άνθρωπος θα επικεντρωθεί στο ότι το ένα είναι βιολογικό ον και το άλλο μηχανικό κατασκεύασμα, ταχύτερο, που μεταφέρει ανθρώπους κι εμπορεύματα κ.λ.π.

Κάποτε άκουσα την ευφυέστερη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
"Το πουλί καταναλώνει ενέργεια ακόμα κι όταν δεν κινείται"
Πραγματικά δεν μπορώ να βρω πιο περιεκτική πρόταση, σύντομη όπως ένας μαθηματικός τύπος.

Σκέφτομαι ότι ο αληθινά ευφυής ακόμα και σε ερώτημα που προορίζεται για την αξιολόγηση ανθρώπων με υπολειπόμενη κρίση και σκέψη θα δώσει απάντηση κατά πολύ..."εξυπνότερη" της ερώτησης.
Κοντολογίς, σ' ένα ευφυές μυαλό όλα αποκτούν ευφυΐα, ίσως ακόμα και ομορφιά.
Αν το επεκτείνω, θα πω ότι η όψη του κόσμου περνά από την όψη του μυαλού μας και παίρνει την τελική του μορφή.
Όπως ένα απλό ερώτημα, που προορίζεται για ανθρώπους χαμηλής γνωστικής στάθμης, κατά το πέρασμα από το μυαλό του ευφυούς, παράγει μια έξυπνη και όμορφη απάντηση, έτσι και άλλα πράγματα, συνήθως στοιχειώδη, λαμβάνουν αξία όταν διέρχονται από μυαλό ικανό να παράγει ομορφιά.

Σάββατο, Ιουνίου 11, 2011

Στην Αριστοτέλους που γυρνάς Μίκη...




Σε μια χώρα που έχει χάσει από καιρό κάθε ευταξία δεν μπορεί να στέκει το επιχείρημα περί..."ευταξίας" της Θεσσαλονίκης προκειμένου ν' απαγορευθεί σε κάποιον που έζησε με ενεργό τρόπο την πρόσφατη ιστορία να μιλήσει και να τραγουδήσει.
Σε μια λαίλαπα αταξίας, ωχαδερφισμού και πολιτισμικής χαβούζας δεν βρίσκω λόγο να μην αρθρωθεί πολιτικός και καλλιτεχνικός λόγος σε μια πλατεία, το όνομα της οποίας έχει από καιρό προσβληθεί από τον ρύπο του παραλόγου.
Θα έπρεπε ν΄ απομακρυνθεί το άγαλμα του Αριστοτέλη, του θεμελιωτή της λογικής σκέψης, από τον χώρο όπου η χούντα του παραλόγου και της αγροικιάς γιγαντώνεται χωρίς όριο.
Όμως τ΄ αγάλματα δεν μιλούν.
Αν ήταν να μιλήσει, ίσως να έφευγε από μόνο του (ή εγώ ή το παράλογο, θα έλεγε).
Κι αν όχι χάριν της πολιτικής, τουλάχιστον χάριν της πολιτισμικής αναβάθμισης θα έπρεπε να καλωσοριστεί ο Μίκης.
Έστω και μόνο γι' αυτό.

Μου φαίνεται ότι μόνο το video θα μας μείνει.

Ανεβάζω ένα από τις παλιές δόξες του συνθέτη.
Φυσικά, τιμή και στον Οδυσσέα Ελύτη.





Κι αφού μιλάμε για ποίηση (μελοποιημένη και μη) ήρθε στον νου μου ο Κωστής Παλαμάς

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης•
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!

Σάββατο, Ιουνίου 04, 2011

Σαν παραμύθι

Το σπίτι της ΕΛΛΗΣ ήταν παλιό και ένδοξο. Πορτραίτα και σύμβολα στόλιζαν τους τοίχους και οι κάτοικοι τα χαιρετούσαν και τα λιβάνιζαν. Λαχτάρα μεγάλη υπήρχε σ' αυτούς που το κατοικούσαν για το ποιός θα είχε τη διαχείριση τέτοιου δοξασμένου σπιτιού. Πέρασαν διαχειριστές που έλεγαν ότι χωρίς βούρδουλα προκομένη μέρα δεν θα ξημερώσει.
Δύστροποι οι κάτοικοι, βλέπεις.

Μια μέρα αυτοί που κρατούσαν τον βούρδουλα ξεκουμπίστηκαν από το σπίτι και μπήκαν στη φυλακή ώσπου να πεθάνουν ή να γεράσουν βαθιά.
Ύστερα ήρθαν άλλοι διαχειριστές.
Ένας απ' αυτούς, ο Αντρίκος ο Παπαχιαστός με τ' όνομα, από ένδοξη γενιά είπε κάποτε:
- Εγώ θα διαχειριστώ αυτό το σπίτι.
- Πώς θα το διαχειριστείς; ρωτούσαν κάποιοι, όπως θέλεις εσύ;
- Όχι. Όπως θέλετε εσείς, απαντούσε, όλα αλλάζουν τώρα.

Μπήκε για τα καλά στη διαχείριση ο Παπαχιαστός.

- Θέλουμε καθαρίστριες για το σπίτι, του 'λεγαν.
- Πόσες θέλουμε; ρωτούσε ο διαχειριστής.
- Τέσσερις, απαντούσαν οι άλλοι.
- Όχι τέσσερις, έλεγε αυτός, δώδεκα θα πάρουμε.
- Κι οι άλλες οχτώ τι θα κάνουν; ξαναρωτούσαν οι άλλοι.
- Θα μ' ευλογούν ώσπου να πεθάνουν, έλεγε ο διαχειριστής, θέλετε ή δεν θέλετε να πληρώνεστε;
- Θέλουμε, απαντούσαν οι άλλοι.
- Είδατε που σας διαχειρίζομαι όπως θέλετε κι όχι όπως θέλω;

Τα χρόνια περνούσαν και το σπίτι της ΕΛΛΗΣ για να πληρώσει καθαριστές και καθαρίστριες, θυρωρούς και κλητήρες, που δεν χρειαζόταν, δανειζόταν από άλλα σπίτια.
- Δεν φοβάσαι το χρέος διαχειριστή; ρώτησε κάποιος.
- Όχι, δεν κοιτάς το σπίτι του ΥΠΑΤΙΟΥ πόσα χρωστάει; Κι όμως είναι το δυνατότερο.
- Το σπίτι του ΥΠΑΤΙΟΥ (συγνώμη, του ΗΠΑΤΙΟΥ) έχει τόσα όπλα που όποιος το πειράξει αφανίζεται. Εμείς δεν έχουμε.
- Ναι, αλλά χρωστάει.
- Ναι, αλλά δαγκώνει.
- Φτάνει. Μη σκαλίζεις.

Ήρθαν κι άλλοι διαχειριστές, ο Κώστας ο Γκαντεμάκης, ο Συμμυταράς ο κυμινοπρίστης, ο Μαυροαλής ο ένδοξος κι όλοι τα ίδια έκαναν.
- Εμείς δεν κρατάμε βούρδουλα, έλεγαν, πρέπει να μας ευλογούν.

Για ό,τι γινόταν ποτέ δεν έφταιγε ο διαχειριστής, αλλά ο προηγούμενός του.

Ήρθε ο καιρός που το σπίτι της ΕΛΛΗΣ έτριξε συθέμελα από τα χρωστούμενα.
- Τώρα τι κάνουμε; είπαν όλοι.

Τότε ήρθε ο κύριος ΔΟΝΑΤΟΣ για να "σώσει" την κατάσταση.
- Και πώς του 'ρθε να μας δανείσει; αναρωτήθηκαν πολλοί. Αφού εμείς δεν γυρνάμε πίσω αυτά που παίρνουμε.
- Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους, απάντησαν οι διαχειριστές. Θα πάρει πίσω αυτά που μας δίνει.
- Πώς αυτό;
- Θα μπει μέσα στο σπίτι και θα ορίζει αυτός τη διαχείριση.
- Κι αν παρ' όλα αυτά δεν καταφέρουμε να γυρίσουμε τα χρωστούμενα; ρωτούσαν κάποιοι.
- Τότε κάτι κτήματα που έχουμε θα τα εκμεταλευτούν οι άλλοι δανειστές μας, έλεγαν οι διαχειριστές. Μα πάλι δικά μας θα 'ναι. Τα δικά μας σύμβολα θα στολίζουν όλα μας τα κτήματα.

Είχαν περάσει εξήντα χρόνια από τότε που κάποιοι είχαν έρθει στο σπίτι της ΕΛΛΗΣ με όπλα για να το διαχειριστούν. Είχαν ανεβάσει σ' έναν βράχο τη σημαία τους.
Μια νύχτα, ένας Μανώλης κι ένας Λάκης σκαρφάλωσαν στον βράχο και κατέβασαν τη σημαία.
Τώρα, όμως, μόνο τα δικά μας σύμβολα θα βρίσκονται σε όλους τους βράχους, σε όλα τα ποτάμια και τις κοιλάδες μας. Μόνο που θα τα ορίζουν οι ξένοι. Δεν θα ματώσει ούτε μύτη.
Βλέπετε δεν έχουμε ανάγκη από ήρωες. Το κουδούνι του σπιτιού θα γράφει μόνο το δικό μας όνομα.
Οι καλοβολεμένες μετριότητες δεν θα ξέρουν πλέον ποιόν να δοξάσουν. Οι ευλογίες θα γίνουν κατάρες και όπου πάνε, πήγανε.
Πώς θα δουν το σπίτι οι μακρινοί απόγονοι;
Ένα ολέθριο δίλημμα θα διασχίζει τις ράγες της ιστορίας.
Βούρδουλας ή Μασκοφορία;
Τι ν' απαντήσεις;