Φιντείας

Κομίζω γλαύκα εις Αθήνας... Carry coals to Newcastle...

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Thessaloniki, Greece

Σάββατο, Ιουνίου 11, 2011

Στην Αριστοτέλους που γυρνάς Μίκη...




Σε μια χώρα που έχει χάσει από καιρό κάθε ευταξία δεν μπορεί να στέκει το επιχείρημα περί..."ευταξίας" της Θεσσαλονίκης προκειμένου ν' απαγορευθεί σε κάποιον που έζησε με ενεργό τρόπο την πρόσφατη ιστορία να μιλήσει και να τραγουδήσει.
Σε μια λαίλαπα αταξίας, ωχαδερφισμού και πολιτισμικής χαβούζας δεν βρίσκω λόγο να μην αρθρωθεί πολιτικός και καλλιτεχνικός λόγος σε μια πλατεία, το όνομα της οποίας έχει από καιρό προσβληθεί από τον ρύπο του παραλόγου.
Θα έπρεπε ν΄ απομακρυνθεί το άγαλμα του Αριστοτέλη, του θεμελιωτή της λογικής σκέψης, από τον χώρο όπου η χούντα του παραλόγου και της αγροικιάς γιγαντώνεται χωρίς όριο.
Όμως τ΄ αγάλματα δεν μιλούν.
Αν ήταν να μιλήσει, ίσως να έφευγε από μόνο του (ή εγώ ή το παράλογο, θα έλεγε).
Κι αν όχι χάριν της πολιτικής, τουλάχιστον χάριν της πολιτισμικής αναβάθμισης θα έπρεπε να καλωσοριστεί ο Μίκης.
Έστω και μόνο γι' αυτό.

Μου φαίνεται ότι μόνο το video θα μας μείνει.

Ανεβάζω ένα από τις παλιές δόξες του συνθέτη.
Φυσικά, τιμή και στον Οδυσσέα Ελύτη.





Κι αφού μιλάμε για ποίηση (μελοποιημένη και μη) ήρθε στον νου μου ο Κωστής Παλαμάς

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης•
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!